-
1 пашня
-
2 жнивьё
1. (поле) το μη οργωμένο χωράφι 2. (солома) η καλαμιά.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > жнивьё
-
3 пахота
1. (действие) το όργωμα, η όργωση 2. (вспаханное поле) το οργωμένο χωράφι.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > пахота
-
4 пашня
пашняж γή καλλιεργημένη, τό ὁργωμένο χωράφι. -
5 запашка
(с - х.)1. (действие) η άρωση, το όργωμα 2. (запашенная земля) το οργωμένο τμήμα της γηςτο χωράφιРусско-греческий словарь научных и технических терминов > запашка
-
6 зябь
зябьж с.-х. χωράφι ὁργωμένο τό φθινόπωρο. -
7 пахота
-ы θ.1. βλ. пахание.2. -χωράφι οργωμένο. -
8 пашня
-и θ., γεν. πλθ. -шен.1. παλ. όργωμα, -ση, αροτρίαση.2. χωράφι οργωμένο ή καλλιεργημένο.
См. также в других словарях:
βωλοκόπημα — το η διάλυση των βώλων του χώματος στο οργωμένο χωράφι … Dictionary of Greek
όργωμα — το, ατος 1. η πράξη του οργώνω, η καλλιέργεια χωραφιού με αλέτρι: Απ τα οργώματα γυρνούν οι ζευγολάτες (Κρυστάλλης). 2. το οργωμένο χωράφι: Τα ζώα πέρασαν μέσα από το όργωμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
βούστροφο — το (AM βούστροφος, ον) νεοελλ. μέρος αγρού όσο μπορεί να οργώσει ένα ζευγάρι βοδιών σε μια μέρα (αρχ. μσν.) χωράφι οργωμένο από βόδια. [ΕΤΥΜΟΛ. Το νεοελλ. βούστροφο < αρχ. βούστροφος < βους + στρόφος < στρέφω] … Dictionary of Greek
κυλίνδρισμα — το [κυλινδρίζω] γεωργική εργασία κατά την οποία ένας ειδικός βαρύς σιδερένιος κύλινδρος περνά πάνω στο οργωμένο και σβαρνισμένο χωράφι και τό ομαλύνει συντρίβοντας τις συμπαγείς χωμάτινες μάζες του, τους βώλους του, και συμπιέζοντας την επιφάνειά … Dictionary of Greek