Перевод: с русского на греческий

с греческого на русский

το οργωμένο χωράφι

См. также в других словарях:

  • βωλοκόπημα — το η διάλυση των βώλων του χώματος στο οργωμένο χωράφι …   Dictionary of Greek

  • όργωμα — το, ατος 1. η πράξη του οργώνω, η καλλιέργεια χωραφιού με αλέτρι: Απ τα οργώματα γυρνούν οι ζευγολάτες (Κρυστάλλης). 2. το οργωμένο χωράφι: Τα ζώα πέρασαν μέσα από το όργωμα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • βούστροφο — το (AM βούστροφος, ον) νεοελλ. μέρος αγρού όσο μπορεί να οργώσει ένα ζευγάρι βοδιών σε μια μέρα (αρχ. μσν.) χωράφι οργωμένο από βόδια. [ΕΤΥΜΟΛ. Το νεοελλ. βούστροφο < αρχ. βούστροφος < βους + στρόφος < στρέφω] …   Dictionary of Greek

  • κυλίνδρισμα — το [κυλινδρίζω] γεωργική εργασία κατά την οποία ένας ειδικός βαρύς σιδερένιος κύλινδρος περνά πάνω στο οργωμένο και σβαρνισμένο χωράφι και τό ομαλύνει συντρίβοντας τις συμπαγείς χωμάτινες μάζες του, τους βώλους του, και συμπιέζοντας την επιφάνειά …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»